- δημοσιογραφικός
- -ή, -ό1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στον δημοσιογράφο ή στη δημοσιογραφία2. «δημοσιογραφικός χάρτης» — το χαρτί που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση εφημερίδων3. «δημοσιογραφικοί κύκλοι» — η ομάδα τών επαγγελματιών δημοσιογράφων μιας πόλης4. «δημοσιογραφικό ύφος», το εύληπτο και εντυπωσιακό ύφος χωρίς ιδιαίτερα λογοτεχνικά χαρίσματα ή επιστημονική αυστηρότητα και εμβάθυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Νικόλ. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.